τρυγητής

τρυγητής
[тригитис] ουσ. а. сборщик винограда,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τρυγητής" в других словарях:

  • τρυγητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητής — ο 1. αυτός που τρυγά. 2. ως κύρ. όν., Τρυγητής λαϊκή ονομασία του Σεπτέμβρη, του μήνα του τρύγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… …   Dictionary of Greek

  • τρυγηταῖς — τρυγητής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγηταί — τρυγητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητοῦ — τρυγητής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητῇ — τρυγητής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητέα — τρυγητής masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητῶν — τρυγητής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

  • τρυγητάς — τρυγητά̱ς , τρυγητής masc acc pl τρυγητά̱ς , τρυγητής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»